πρόδωμα

πρόδωμα
-ώματος, το, Ν
το πρόθυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + δῶμα «σπίτι, διαμέρισμα». Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπύρο Μαυρογένη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”